τρυπαλώπηξ

τρυπαλώπηξ
τρῡπᾰλώπηξ, εκος, ὁ or ,
A a fox that penetrates anywhere, sly knave, Com.Adesp.1170.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρυπαλώπηξ — εκος, ὁ και ἡ, Α 1. αλεπού που χώνεται παντού 2. μτφ. (στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα και να διεισδύει παντού για να πετύχει τους δόλιους σκοπούς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + ἀλώπηξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”